Άλφρεντ Χίτσκοκ: ο μετρ του ψυχολογικού σασπένς

Είναι ο διασημότερος σκηνοθέτης που έβγαλε ο κλασικός κινηματογράφος και, γιατί όχι, ο καλύτερος. Τον αποκάλεσαν «μετρ του τρόμου», αν και ουσιαστικά έκανε μόνο δύο αυθεντικά θρίλερ τρόμου (Ψυχώ, Φρενίτις).

Ήταν όμως αναμφίβολα ο μετρ του ψυχολογικού σασπένς, εννοώντας μ' αυτό όχι μόνο τα συναισθήματα αγωνίας και φόβου που προκαλούν ορισμένες σκηνές των ταινιών του, αλλά το γεγονός ότι ο Χίτσκοκ, σε όλο το ώριμο έργο του, αρέσκονταν να παίζει με την ψυχολογία του θεατή και των χαρακτήρων του, να τον οδηγεί σε λάθος πίστες, να τον θέτει μπροστά σε μυστήρια, να τον κάνει συνένοχο των επιθυμιών των ηρώων του, να του ενεργοποιεί τον πόθο για την περαιτέρω εξέλιξη της μυθοπλασίας και να τον κρατά για λίγο σε εκκρεμότητα, σε αναμονή, ώστε ο θεατής να παραδοθεί με μεγαλύτερη ευκολία στην ηδονή της κινηματογραφικής αφήγησης.
Με αφορμή την κυκλοφορία του «Χίτσκοκ», και μετά το αφιέρωμά μας στους δέκα κινηματογραφικούς σίριαλ κίλερ, αυτή τη φορά επιστρέφουμε σε ένα κείμενο του Μπάμπη Ακτσόγλου για τις ταινίες εκείνες της φιλμογραφίας του Χιτς, που άγγιξαν περισσότερο την ψυχολογική αυτή πλευρά των ηρώων.
Το παράδοξο με τους Ευρωπαίους σκηνοθέτες που ήρθαν στο Χόλιγουντ, γνωρίζοντας ελάχιστα για την Αμερική, είναι ότι σύντομα αποδείχτηκαν οι πιο σημαντικοί κοινωνιολογικοί ερευνητές του «Νέου Κόσμου». Πάρτε για παράδειγμα το ψυχολογικό θρίλερ «Σκιά Μιας Υποψίας» (Shadow of a Doubt, 1943): αφηγείται την ιστορία του Τσάρλι (Τζόζεφ Κότεν), ενός δολοφόνου πλούσιων γυναικών, που έρχεται να μείνει στο σπίτι της αδελφής του σε μια επαρχιακή πόλη και ασκεί μια περίεργη έλξη στην ανιψιά του (Τερέζα Ράιτ). Πέρα από την εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ανάπτυξη του οιδιπόδειου συμπλέγματος (οι σχέσεις θείου – ανιψιάς) και τις ενοχές που συνοδεύουν μια έφηβο καθώς ανακαλύπτει τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα, η ταινία εντυπωσιάζει για την παραστατικότητα με την οποία καταγράφει την ατμόσφαιρα και τον μικρόκοσμο μιας αμερικάνικης επαρχιακής κωμόπολης. Σε σημείο, μάλιστα, που έκανε πολλούς κριτικούς να μιλήσουν για το «πρώτο ρεαλιστικό έργο» στη φιλμογραφία του Χίτσκοκ!
Το «Νύχτα Αγωνίας» (Spellbound, 1945) είναι μια από τις πρώτες αμερικάνικες ταινίες που αναφέρονται άμεσα στην ψυχανάλυση. Παρά το ενδιαφέρον του εγχειρήματος και την απρόσμενη συνεργασία του Χίτσκοκ με τον Σαλβαντόρ Νταλί (ο οποίος «σχεδίασε» μια ονειρική σεκάνς), η ταινία είναι, κατά ομολογία του Χίτσκοκ, «η ιστορία ενός ανθρωποκυνηγητού περιτυλιγμένου με ψευδοψυχανάλυση».
Όμως η Ινγκριντ Μπέργκμαν, που υποδύεται μια ψυχίατρο, αποδεικνύεται η καλύτερη χιτσκοκική ηθοποιός της δεκαετίας του '40, κάτι που θα το αποδείξει έμπρακτα και στην επόμενη συνεργασία της με τον Χίτσκοκ, που δεν είναι άλλη από το μυθικό «Νοτόριους»(Notorious, 1946). Στην ταινία η Μπέργκμαν υποδύεται την κόρη ενός νεαρού ναζί, που δέχεται να κατασκοπεύσει τους φίλους του πατέρα της για λογαριασμό των Συμμάχων. Αν κι ερωτευμένη με έναν Αμερικανό κατάσκοπο (Κάρι Γκραντ), παντρεύεται ένα ηγετικό στέλεχος του εχθρού (Κλοντ Ρέινς), το σπίτι του οποίου κρύβει πολλά επικίνδυνα μυστικά, τα οποία τη φέρνουν αντιμέτωπη με την απειλή του θανάτου. Παραδόξως δεν θα είναι οι ναζί κατάσκοποι οι φορείς της απειλής, αλλά η πεθερά της, τέλεια ενσάρκωση της φροϊδικής κακιάς Μητέρας, το φάντασμα της οποίας πλανάται σε πολλές ταινίες του Χίτσκοκ (με αποκορύφωμα την ταριχευμένη μητέρα στο υπόγειο του «Ψυχώ»).
Ήταν παράδοξο το γεγονός πως ο «Δεσμώτης του Ιλίγγου» (Vertigo, 1958) αποτέλεσε εμπορική αποτυχία και ας θεωρείται σήμερα το πιο πυκνό, παράξενο και υποβλητικό έργο της καριέρας του (και για ορισμένους σινεφίλ η πιο ωραία ταινία που έγινε ποτέ). Ο Σκότι (Τζέιμς Στιούαρτ) αποτυχημένος ντετέκτιβ, αναλαμβάνει να παρακολουθήσει τη Μαντλέν (Κιμ Νόβακ), μια μυστηριώδη γυναίκα που πιστεύει ότι την έχει κυριεύσει το πνεύμα μιας νεκρής. Η αποστολή του αποδεικνύεται λυτρωτική για τον ίδιο, γιατί ερωτεύεται παράφορα την όμορφη πελάτισσά του. Όμως «τα φτερά του έρωτα» δεν θα βοηθήσουν τον Σκότι να εμποδίσει τη Μαντλέν από την αυτοκτονία και ο ήρωάς μας θα βυθιστεί και πάλι στο έρεβος της κατάθλιψης.
Και ενώ αρχίζουμε να υποψιαζόμαστε ότι η Μαντλέν δεν αυτοκτόνησε, αλλά δολοφονήθηκε, κατά συνέπεια αναμένουμε ότι η ταινία θα εξελιχθεί σε αστυνομικό θρίλερ, εμφανίζεται η Τζούντι, μια γυναίκα που είναι το ακριβές ομοίωμα της Μαντλέν, έστω και αν είναι ολότελα διαφορετική σε χαρακτήρα. Και τότε ο Σκότι, κυριευμένος από ένα καθαρά νεκροφιλικό πάθος, επιχειρεί το ακατόρθωτο: να κάνει την Τζούντι ένα ζωντανό ομοίωμα της Μαντλέν. Προσεγγίζοντας τα λεπτά όρια ανάμεσα στο φαίνεσθαι και στο είναι, ο Χίτσκοκ μας παρασύρει σε μια υπέροχη ιστορία νοσηρού αλλά τρελού έρωτα, γεμάτη από φαντάσματα, ψεύτικους νεκρούς, γυναίκες-ομοιώματα κι ερωτευμένους άντρες, οι οποίοι αν και ασκούν το επάγγελμα του ντετέκτιβ, αδυνατούν να ερμηνεύσουν τα σημάδια της πραγματικότητας.
Οι ψυχολογικές αναφορές φτάνουν φυσικά στο κρεσέντο τους με το «Ψυχώ» (1960), τη μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία του και μια ταινία πρότυπο για εκατοντάδες θρίλερ. Βλέποντας την σήμερα, ακόμα εντυπωσιαζόμαστε από το αριστουργηματικό ντεκουπάζ (η σκηνή του φόνου στο μπάνιο), αλλά και από την επιβλητική της αρχιτεκτονική δομή, όπου ένα κάθετο συγκρότημα (το σπίτι της μητέρας του Νόρμαν Μπέιτς πάνω στο λόφο) δεσπόζει κι επιβλέπει ένα οριζόντιο αρχιτεκτονικά συγκρότημα (το μοτέλ). Ο πρώτος χώρος είναι εκείνος του απαγορευμένου, βασίλειο της κακιάς μητέρας – ευνουχίστριας, που η απειλητική σκιά της πλανάται στα παράθυρα.
Ο δεύτερος χώρος, φαινομενικά φυσιολογικός, είναι εκείνος των ανεκπλήρωτων ερωτικών πόθων (ο Νόρμαν παρακολουθεί την Μάριον να γδύνεται). Ο τρόμος στο «Ψυχώ» γεννιέται μέσα από τη διαλεκτική σχέση αυτών των δύο χώρων που κανείς δεν διασχίζει ατιμώρητα, εκτός από τον Νόρμαν Μπέιτς, ο οποίος τους κατοικεί φυσιολογικά, μιας και είναι διχασμένη προσωπικότητα. Πρόκειται για την πιο εντυπωσιακή φιγούρα παράφρονα του παγκόσμιου κινηματογράφου και για τον καλύτερο ρόλο του Άντονι Πέρκινς, ο οποίος στη συνέχεια δεν μπόρεσε να ξεκολλήσει από αυτόν.
Περνούν τρία χρόνια για να γυρίσει τα «Πουλιά» (1963), ένα νέο σκηνοθετικό επίτευγμα, που θεματικά προαναγγέλει τις ταινίες καταστροφής της δεκαετίας του '70. Μια κοσμική γυναίκα, η Μέλανι Ντάνιελς (Τίπι Χέντρεν), γοητευμένη από έναν δικηγόρο (Ροντ Τέιλορ), έρχεται να τον βρει στο εξοχικό του σπίτι στην Μποντέγκα Μπέι, όπου ζει με την εχθρικά διακείμενη προς κάθε θηλυκή παρουσία μητέρα του (Τζέσικα Τάντι). Οι σχέσεις των ηρώων θα δοκιμαστούν όταν τα πουλιά της περιοχής, για άγνωστη αιτία, θα αρχίσουν να επιτίθενται στους ανθρώπους, επιβάλλοντας τελικά την κυριαρχία τους. Κοσμογονική παραβολή πάνω στις έννοιες του Χάους και της καταστροφής με οικολογικό άλλοθι ή, αντίθετα, μια ψυχαναλυτική ταινία πάνω στο οιδιπόδειο (η αντίδραση της μητέρας του ήρωα στη σχέση του με τη Μέλανι ενεργοποιεί την επιθετικότητα των πουλιών; Η ταινία είναι ανοιχτή σε κάθε ερμηνεία, γι' αυτό και έχει μείνει ανεπανάληπτη, παρά τις ατυχείς απόπειρες κοπιαρίσματος της βασικής θεματικής της.
Αν σας φαίνεται υπερβολή το ότι μιλάμε για ψυχανάλυση στα «Πουλιά», η επόμενη ταινία του Χίτσκοκ, «Μάρνι» (Marnie, 1964), είναιι η πιο ανοιχτά ψυχαναλυτική της καριέρας του, αναφερόμενη σε μια περίπτωση κλεπτομανίας και σεξουαλικής ψυχρότητας που ανάγεται σε ένα παιδικό «τραύμα»…
Η ταινία «Χίτσκοκ» κυκλοφορεί στους κινηματογράφους

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις