Κιβωτός

Μόνο τότε επιβεβαιώνεται ως αυθεντικό ποιητικό συμβάν. Οι αρχαίοι ραψωδοί το γνώριζαν πολύ καλά, γι’ αυτό και έντυναν με κατάλληλη ηχητική ενδυμασία το αφηγούμενο έργο∙ τον ακροατή τους δεν συνάρπαζε μόνο η μαγική ιστορία του αοιδού, αλλά και το μέλος της.
Είναι αδύνατον να κοινωνήσεις τον Όμηρο χωρίς να μεταλάβεις τη μουσική που εμπεριέχεται στην ποίησή του, αυτή τη θεία μουσική που συνεχίζει να λειτουργεί και μετά το τέλος της ιστορίας... Έκτοτε, και μέχρι των ημερών μας, υπάρχουν πάμπολλες ποιητικές φωνές που γνωρίζουν την υπαρξιακή σημασία του μουσικού ήχου και τον χρησιμοποιούν στο έργο τους. Ο Μανόλης Πρατικάκης ανήκει σ’ αυτές ακριβώς τις φωνές∙ και το επιβεβαιώνει με το νέο ποιητικό του δημιούργημα. Καταξιωμένος επιστήμονας, ποιητής και πεζογράφος, με το ανά χείρας ποιητικό του έργο προσυπογράφει ένα υψηλών προδιαγραφών καλλιτεχνικό επίτευγμα.
Η «Κιβωτός» του είναι ένα πολύχρωμο ψηφιδωτό από πολύτιμους μουσικούς ήχους, κάθε ψηφίδα του οποίου "τραγουδά" μια θαυμαστή ιστορία, κι όλες μαζί λειτουργούν ως ένα πολυδιάστατο, πολύπλευρο, πολύμορφο, πολυφωνικό παλίμψηστο∙ στο λαμπερό σύμπαν του, μέγας πρωταγωνιστής, προεξάρχων του Χορού, είναι η μουσική Γλώσσα. Πολύβουη, αποκαλυπτική, βαθύτατα υπαρξιακή, διακοσμημένη με σπάνιους ήχους, η ονειρική σημασία των οποίων υποκρύπτεται στο βάθος των λέξεων, αποκαλύπτει την ωραιότητά της κατά την προφορά τους. Οι εν λόγω Λέξεις, ως μυθικά κοσμήματα, σε θαυμαστή, αρμονική σύζευξη μεταξύ τους, δημιουργούν μια εξόχως σαγηνευτική ποιητική Συμφωνία, που λειτουργεί ως ένα μουσικό λιβάδι, κατάσπαρτο παραδείσια άνθη, μεθυστικών αρωμάτων.
Το στίγμα του έργου δίνεται ήδη από το προλογικό πεντάστιχο της συλλογής: «Σαν ένα χάραμα μέσα απ’ το πέλαγος / σ’ ένα πέτρινο σπίτι. / Γειτονιά σε υγροβιότοπους με τροπικά /πουλιά. Αυτός είναι ο γενέθλιος, / ο μυθικός μου χάρτης». Απ’αυτό το ‘χάραμα’ θα ξεκινήσει ο Ποιητής την πορεία του, από την παρθενικότητα του παιδιού μέχρι την σημερινή ωριμότητα του ενήλικα, Το εφηβικό παρελθόν σχεδιάζεται με λαμπερές εικόνες που έχουν όλη την αφοπλιστική αθωότητα της παιδικής ζωγραφιάς. Μέσα σ’ αυτό το γοητευτικό τοπίο, όμως, το κατάστικτο από θαυμαστό παιχνίδι, δεν θα αργήσει να εισβάλλει το αμείλικτο βήμα της Ιστορίας, που προαναγγέλλει την έλευση του βάρβαρου μέλλοντος «…με τον ηλεκτρισμό γνωρίσαμε την ‘αρχή του τρομερού’». Η φωτεινή μορφή της Μητέρας κατέχει φυσικά περίοπτη θέση στο εικονοστάσι του Παιδιού∙ είναι η αθάνατη αγιογραφία που παραμένει αμόλυντη από τις επιθέσεις του χρόνου. Το ίδιο και οι παιδικοί φίλοι, αρχάγγελοι μυθικοί, συγκινητικές χαλκομανίες στο τετράδιο της ζωής. Τις αναπόφευκτες επιθέσεις της θ’ αρχίσει να τις αντιμετωπίζει κατ’ αρχάς ωσάν σώμα. Η διαμόρφωσή του με αισθήσεις, παλμούς και ανάσες πρωτόγνωρες, αρχίζουν σταδιακά να το αποκαλύπτουν κάτω από το ουράνιο φως, τις θαλασσινές αύρες, τις συμφωνίες των χρωμάτων, και τη μουσική του χώματος. Η Οικία-Γονική Εστία, ως σύμβολο υπαρξιακής οικοδόμησης του εαυτού, εντός της οποίας αρχίζει να διαπλάθεται, κατέχεις φυσικά την πρώτη θέση στο καθημερινό σύμπαν. Ιερό σκεύος, πλήρες θαυμάτων, τριήρης ονείρων στο λαμπερό πέλαγος του κόσμου. Κάτω απ’ τα φωτεινά πανιά των κυμάτων του, το Παιδί θα δεχτεί την μαγεία των άγνωστων οριζόντων, που δεν είναι παρά «Ένα παράθυρο στα όνειρα», και θα ανταποκριθεί στο κάλεσμά τους. Και γύρω του οι ακρογιαλιές, τα χωράφια, τα λιβάδια, τα δάση, οι ανθοί, τα βλαστάρια, οι καρποί, ο τρυφερός αγέρας, το ανέσπερο φως, τα πλάσματα της φαντασίας και της γης, νεράιδες, ξωτικά, δαιμόνια, γοργόνες, πουλιά, βατράχια, τριζόνια, πυγολαμπίδες, κουκουβάγιες, γκιώνηδες, ζουζούνια, ρόδια, μήλα, κεράσια, φραγκόσυκα, αμύγδαλα, καρύδια, κρίνα, μαργαρίτες, κυκλάμινα, γαρύφαλλα, βασιλικά, ένας κόσμος παραμυθιών, αρωμάτων, ήχων, χρωμάτων, το φέγγος της ζωής που αρχίζει να ανατέλλει, όλα να περιμένουν το Παιδί Ποιητή να τα κατακτήσει, να τα κάνει Ποίημα.

Μέσα στα ερείπια θα περιπλανηθεί ο Ποιητής, όχι για να θρηνήσει την κατάρρευσή τους, ούτε για να θέσει το δάκτυλον επί τον τύπων των ήλων, αλλά για να επανακτήσει την αυτογνωσία του: Είναι ολομόναχος, έρμαιο του κενού και πρέπει να το αντιμετωπίσει. Η γνώση του θα του επιτρέψει να ομολογήσει την απομυθοποιημένη πραγματικότητα, την απαλλαγμένη πλέον από ανεδαφικές ψευδαισθήσεις: Το γήινο τοπίο, ακόμη κι αν εξανθρωπιστεί, δεν είναι παρά «λιμένας αποχαιρετισμού», ένα νεκροταφείο «ξεχασμένων ύμνων», κατάστικτο από γκρεμισμένους ναούς που οι θεοί τους έχουν ήδη επιστρέψει στην ανυπαρξία τους∙ και τα σπασμένα αγάλματα απλώς συνυπογράφουν την αναπόφευκτη μοίρα του πρωτότυπου μοντέλου τους:«και εις χουν απελεύσατο». Δεν μένει τίποτε, μοιάζει να λέει με πικρή σοφία ο Ποιητής, παρά μόνο το αναίσθητο χώμα, για να διηγείται την ανθρώπινη καταστροφή. Ο Ποιητής όμως δεν θα της επιτρέψει να θριαμβολογήσει. Γνωρίζοντας τη μοίρα του, που είναι η μοίρα του κόσμου, που είναι και η δική του μοίρα, ταγμένος εκ φύσεως, και εν γνώση του, να λειτουργήσει σ’ αυτόν τον τόπο της οδύνης, ως θύτης και θύμα, δηλαδή καταδικασμένος να την μαρτυρήσει, να καταθέσει ως σήμα κατατεθέν του ανθρώπου, το υπό καταστροφή έργο, που οι συνοδοιπόροι αδελφοί του, και με τη δική του βέβαια συμμετοχή, οικοδόμησαν έργο, θα το χαράξει στις πλάκες της αιωνιότητας, όπως οι αρχαίοι του πρόγονοι, για να μείνει ως δείγμα γραφής του ανθρώπου, ενάντια στη φρίκη της προαναφερθείσας καταστροφής. Μέσα από το άσμα του, που είναι όντως «ηρωικό και πένθιμο», αναδύεται η ‘απελπισμένη ωραιότητα’ του κόσμου. Αυτός που είναι στην πραγματικότητα. Κόσμος. Ούτε μικρός ούτε μέγας. Μόνο κόσμος. Αλλά με πληγές και αποστήματα, ένας αιώνιος στρατιώτης που είναι καταδικασμένος να μάχεται αενάως, κι ας γνωρίζει ότι ούτως ή άλλως η μάχη είναι χαμένη. Ο Ποιητής όμως την ‘κερδίζει’ απλώς και μόνο ομολογώντας την, κι ας γνωρίζει ότι η κραυγή του είναι «φωνή βοώντος εν τη ερήμω». Αυτός όμως είναι και ο μέγας άθλος του, και γι’ αυτό «περισσότερη τιμή του πρέπει». Επειδή είναι ο υπαρξιακός αχθοφόρος της ζωής, ο αίρων τις αμαρτίες του κόσμου, που σηκώνει «τον σπαρμένο ουρανό στους ώμους του και προχωράει», αντιμετωπίζοντας ημέρα και νύχτα τον Χάροντα της μοίρας του στα ερειπωμένα Μαρμαρένια Αλώνια της πικρής καθημερινότητας, που ήδη μεγαλόσχημοι Άρχοντες αλλά και ‘ταπεινοί’ Πληβείοι τα έχουν ξεπουλήσει όλα, «Βουνά και ακτές σε αντιπαροχή».
Τη φοβερή εμπειρία αυτής της πραγματικότητας του σύμπαντος κόσμου θα αρχίσει να αποκτά ο Ποιητής, με την υπαρξιακή σημασία της λέξης, Μανόλης Πρατικάκης, από τα παρθενικά του βήματα, πρώτα ως Έφηβος, μετά ως Άντρας, στη συνέχεια ως Επιστήμονας και τέλος ως Δημιουργός. Υπό αυτή την έννοια, η «Κιβωτός» του παύει να είναι μόνο μια έστω και οδυνηρή "αυτοβιογραφία" του, ή το θαυμαστό λογοτεχνικό γεγονός που είναι εξάλλου, και λειτουργεί, υπερβαίνοντας την προσωπική μαρτυρία και την μαγεία του λόγου του, ως το μουσικό ποιητικό οδοιπορικό του Ανθρώπου προς την αυτογνωσία, του εσωτερικού του σύμπαντος και γενικότερα του σύμπαντος κόσμου. Κι αυτό είναι το μέγιστο επίτευγμα του Ποιητή. Κι ένα πολύτιμο άφθαρτο δώρο προς τον αναγνώστη του.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου